Η παρούσα μελέτη επιχειρεί μια δομική ανάλυση του φαινομένου των διαπραγματεύσεων στην ποινική δίκη. Κατ’ αρχάς εξετάζεται αν η δογματική του δικαίου απόδειξης δύναται να εντάξει ομαλά το φαινόμενο των διαπραγματεύσεων στο εννοιολογικό και θεσμικό πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας. Η ασυμβατότητα των διαπραγματεύσεων με το ηπειρωτικό δικονομικό σύστημα επιτρέπει, στην συνέχεια, να θεμελιωθεί ο αντισυνταγματικός χαρακτήρας τους. Κατόπιν επισκοπείται εννοιολογικά η δικονομική συμπεριφορά του κατηγορουμένου με σκοπό να εξεταστεί αν η πρόταση μειωμένης ποινής δύναται να προκαλέσει ποινικά αξιόλογο ψυχικό πόνο σε αυτόν. Η «ψαλίδα ποινής» που δημιουργείται από την αριθμητική διαφορά μεταξύ δήθεν μειωμένης ποινής και της ποινής που θα επιβληθεί σε περίπτωση διεξαγωγής της δίκης δημιουργεί μια διλημματική κατάσταση, στην οποία ο κατηγορούμενος δεν έχει άλλη εύλογη εναλλακτική από το να προβεί σε ομολογία ενοχής. Τέλος δίδεται έμφαση σε πρόσφατη απόπειρα θεωρητικής θεμελίωσης των διαπραγματεύσεων επί τη βάσει της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου. Η προσπάθεια αυτή αξιολογείται ως αντίθετη με την αυτονομία του δικαίου. Συνολικά, η μελέτη καταδεικνύει ότι οι διαπραγματεύσεις συνιστούν υπαρξιακή απειλή για το ηπειρωτικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η ένταξή τους στην ποινική δίκη προϋποθέτει την άρση ισχύος της εκάστοτε έννομης τάξης.
Ι. Διαπραγματεύσεις και ποινική δίκη
1. Εισαγωγή *
Το φαινόμενο της διαπραγμάτευσης στην ποινική δίκη είναι διεθνώς στο επίκεντρο έντονων συζητήσεων τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Οι σχετικά πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις και η εισαγωγή των διαπραγματεύσεων στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρ. 308B ΚΠΔ) καθιστούν επιτακτική την εξαγωγή συμπερασμάτων από τον υπό εξέλιξη διεθνή διάλογο.
1.1 Δοκιμαστική Επικεφαλίδα
Η συζήτηση δεν θα πρέπει να επικεντρωθεί ωστόσο στα χαρακτηριστικά της ως άνω ρύθμισης για δύο κύριους λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι η ενδεχομενικότητα (Kontingenz) της ρύθμισης – ιδίως υπό το πρίσμα των πολλών μεταβολών στο σώμα του ΚΠΔ αλλά και του σχεδίου για έναν νέο ΚΠΔ με διευρυμένη εφαρμογή των διαπραγματεύσεων [1].
1.1.1 Άλλη μια δοκιμαστική επικεφαλίδα
Ήδη από το 1978, δηλ. την περίοδο κατά την οποία το ζήτημα ήταν π.χ. στον γερμανόφωνο χώρο ακόμα ταμπού, ο Heumann καθιστούσε σαφές ότι η κατάργηση των διαπραγματεύσεων είναι κάτι το «αδύνατον». Το να φαντάζεται κανείς, εξηγεί, μια ποινική δίκη χωρίς διαπραγματεύσεις «ισοδυναμεί με το να ενεργεί στη Χώρα του Φανταστικού» [2]. Οι υποστηρικτές των διαπραγματεύσεων αναγνωρίζουν λοιπόν στους επικριτές τους υπεροχή επιχειρημάτων. Αντιτείνουν ωστόσο ότι το φαινόμενο συνιστά μια «δικονομική πραγματικότητα», η οποία αποκλείει εξαρχής κάθε κανονιστική ρύθμιση [3].
1.1.1.1 Επικεφαλίδα επιπέδου 6
Αυτή τη μάλλον καινοφανή θέση, η οποία αποδίδει σε ένα (κανονιστικό) φαινόμενο «ανυπέρβλητη γεγονότητα»
723(unüberwindliche Faktizität), έχω χαρακτηρίσει σε άλλο σημείο «πρόταση κανονιστικής ασυλίας» (Regelungsimmunitätsthese), σύμφωνα με την οποία ένα πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας εξαιρείται ακόμα και της δυνατότητας κανονιστικής ρύθμισης. Η ίδια άποψη επιδέχεται κριτική καθώς αίρει την κανονιστικότητα του Δικαίου και εξομοιώνει τη διαπραγμάτευση με νόμους της Φυσικής. Τίθεται με τον τρόπο αυτό εν αμφιβόλω όχι απλώς ένα επουσιώδες ζήτημα της ποινικής δίκης αλλά ο πιο νευραλγικός τομέας κάθε δικαιικού συστήματος, ήτοι η απόδειξη της ενοχής σε περίπτωση ομολογίας.
2. Η ιστορία επαναλαμβάνεται;
Ο Weigend είχε εγκαίρως διαγνώσει ότι η περαίωση της ποινικής διαδικασίας μέσω ομολογίας με αντάλλαγμα τη μείωση της ποινής μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εξαρτησιογόνος ουσία» για την ποινική δίκη. Ήδη από ιστορική σκοπιά η σχέση μεταξύ άσκησης πίεσης στον κατηγορούμενο με σκοπό την απόσπαση ομολογίας ως προϋπόθεσης για τον καταλογισμό ενοχής φαίνεται να διαγράφει κυκλική πορεία.
Ως γνωστόν, οι κανόνες νομικής απόδειξης ήταν ο καταλύτης της CCC και ο καταλογισμός ενοχής συνάρτηση συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων. Κομβικό σημείο της ποινικής διαδικασίας ήταν τα άρθρα 22 και 67 CCC, σύμφωνα με τα οποία ο κατηγορούμενος μπορούσε να καταδικαστεί μόνο αν ομολογούσε ή αν υπήρχουν δύο «καλοί μάρτυρες». Σε περίπτωση που δεν συνέτρεχαν αυτές οι προϋποθέσεις, η CCC προέβλεπε δύο εναλλακτικές λύσεις: α) ημιπλήρη απόδειξη (semiplena probatio) ή β) εξαναγκασμό σε ομολογία μέσω βασανιστηρίων.
3. Τραγωδία ή φάρσα;
Κύριος σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να καταδείξει ότι το φαινόμενο των διαπραγματεύσεων σηματοδοτεί τη δεύτερη ιστορικά περίοδο κατά την οποία η ποινική δίκη τελεί σε σχέση εξάρτησης από την ομολογία με αποτέλεσμα να απεμπολεί δομικά στοιχεία του ιστού δικονομικών και συνταγματικών εγγυήσεων – αυτή τη φορά σαν φάρσα. Για το λόγο αυτό θα ασχοληθώ α) με την προβληματική σύνδεση μεταξύ διαπραγματεύσεων και δογματικής της ποινικής απόδειξης και τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα τους (υπό II.), β) με τον ισχυρισμό ότι η πρόταση μειωμένης ποινής με αντάλλαγμα την ομολογία προκαλεί (ποινικά αξιόλογο) «ψυχικό πόνο» στον εις ον αυτή αφορά (υπό IΙΙ.) και γ) με την προσπάθεια στην ελληνική
724βιβλιογραφία να θεμελιωθεί το φαινόμενο των διαπραγματεύσεων σε κατάλληλο θεωρητικό υπόβαθρο (υπό ΙV.).
ΙΙ. Διαπραγματεύσεις και αλήθεια
Κύριος σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να καταδείξει ότι το φαινόμενο των διαπραγματεύσεων σηματοδοτεί τη δεύτερη ιστορικά περίοδο κατά την οποία η ποινική δίκη τελεί σε σχέση εξάρτησης από την ομολογία με αποτέλεσμα να απεμπολεί δομικά στοιχεία του ιστού δικονομικών και συνταγματικών εγγυήσεων – αυτή τη φορά σαν φάρσα. Για το λόγο αυτό θα ασχοληθώ α) με την προβληματική σύνδεση μεταξύ διαπραγματεύσεων και δογματικής της ποινικής απόδειξης και τον αντισυνταγματικό χαρακτήρα τους (υπό II.), β) με τον ισχυρισμό ότι η πρόταση μειωμένης ποινής με αντάλλαγμα την ομολογία προκαλεί (ποινικά αξιόλογο) «ψυχικό πόνο» στον εις ον αυτή αφορά (υπό IΙΙ.) και γ) με την προσπάθεια στην ελληνική βιβλιογραφία να θεμελιωθεί το φαινόμενο των διαπραγματεύσεων σε κατάλληλο θεωρητικό υπόβαθρο (υπό ΙV.).
Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ.
Δεν υπάρχει κανένας λόγος, σύμφωνα με την ίδια άποψη, οι διαπραγματεύσεις «να νομιμοποιηθούν και δεν είναι δυνατόν να απαγορευθούν» [4]. Τη σοβαρότητα της κατάστασης διαπίστωσε πρόσφατα και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (εφεξής ΟΣΔΓ) όταν πληροφορήθηκε ότι το 58,9% των δικαστών συμμετέχει σε deals χωρίς όμως να εφαρμόζει τις σχετικές ρυθμίσεις [5].
1. Την Παρασκευή 25 Απριλίου 2014, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση η νομοθετική πρωτοβουλία του υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με θέμα τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Βλ. http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=5605 (14.11.2017).
2. Βλ. C. Nestler-Tremel, Der ‚deal‘ aus der Perspektive des Beschuldigten, KritJ 1989, σελ. 448-457 (448).
3. Nestler-Tremel (υποσ. 2), σελ. 448.
4. G. Widmaier, Der strafprozessuale Vergleich, StV 1986, σελ. 357.
5. ΟΣΔΓ, απόφαση από 19 Μαρτίου 2013 – 2 BvR 2628/10, πλαγιάρ. 49.
